Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γριπαδούρα (η)

ιδιόρρυθμος, δεσμός των γρίπων (διχτυών) της τράτας, “ασφαλής και εύλυτος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γριπαδοῦρα /ἡ/ (γρῖπος) (Ἰ. gruppo) = ἰδιόμορφος δεσμὸς τῶν γρίπων τῆς τράτας ἀσφαλὴς καὶ εὔλυτος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.