μπουρδουκλώνομαι
Έτσι λέγαμε στο χωριό το περδικλώνομαι (ενεργητική περδικλώνω) που θα πει μπερδεύομαι στα πόδια και κινδυνεύω να πέσω, κάποιοι για αστείο βάζουν το πόδι τους ανάμεσα στα πόδια του άλλου, να σκοντάψει, για να γελάσουν! (τρικλοποδιά).
Το περδούκλι είναι “τμήμα σχοινιού διου δεσμεύονται μεταξύ των πρόσθιοι πόδες υποζυγίου κατά τη βοσκή” (Λάζαρης). Τώρα το ορθό γραμματικά είναι πεδικλώνω -ομαι (από την πέδη).
Στα λατινικά έχομε pediculus, ποδάριον.
(Σημείωση: από την πέδη και το ορθοπεδικός, όχι με αι)
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
μεταφορικά: παντρεύομαι
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας