λαψάνα (η)
αγριολάχανο φαγώσιμο της οικογένειας των σιναποειδών. Δεν ταυτίζεται όμως με το σινάπι ούτε στη γεύση ούτε στην εμφάνιση.
Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Δ’: “Ο έρμος, ο αζώηρος, η ποταπή λαψάνα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαψάνα /ἡ/ = τὸ ἐδώδιμον χόρτον σίναπις ὁ άρουραῖος, ἡ λαψάνη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
«Ἡ ποταπὴ η λαψάνα» (σελ. 152, Αθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ):
ὡς καὶ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις. Lapsana stellata. Ποταπὴ δέ, διὰ τὸ ταπεινὸν καὶ χαμαίζηλον αὐτῆς.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο