Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Μιλτιάδη Κακλαμάνη

πατωμάτερα

ονομάζονταν το ψαλίδι, οι καρίνες, τα παράθυρα, οι πόρτες. Τα δούλευαν οι μαραγκοί και τα χρησιμοποιούσαν στην κατακευή των σπιτιών

πελάντζα (η)

ζυγός με μια πλάστιγγα και στέλεχος (κανόνας) που σημειώνει το βάρος μετακινώντας κινητό βαρίδιο Κρεμαστή ζυγαριά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πελάντζα -έτο /ἡ, τὸ/ (Ἰ. bilancia -etto) = κρεμαστὴ ζυγαριά, ζυγὸς σταθμίσεως ὀψωνίων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τις πελάντζες που ήταν κρεμαστές, όπως και τα στατέρια . . . Περισσότερα

πετροχάβανο

πέτρινο εργαλέιο για να συνθλίβουν καρπούς. Συνηθως τον καφέ αλά και το λιναρόσπορο, όταν τον χρησιμοποιούσαν για κατάπλασμα

πλάστης

το στρογγυλό ξύλο που άπλωναν τα φύλλα για τις λαχανόπιτες και τις κουλούρες

ποτίστρα

ήταν φτιαγμένη από ξύλο που το βάθαιναν και το γέμιζαν με νερό. Είχε μήκος ένα μέτρο και μ΄ αυτήν πότιζαν τα γιδοπρόβατα και άλλα ζώα. Βάθαιναν επίσης και πέτρες (λίμπες) για τον ίδιο σκοπό ή για πλύσιμο των ρούχων. Υπάρχουν σε πολλά πηγάδια τέτοιες λίμπες με λαξεμένες πέτρες

σαμάρι

τα σαμάρια τα έφτιαχναν στην Καρυά ή τη Λευκάδα. Το σαμάρι αποτελείται από το ξύλινο μέρος και τη στρωμή, την οποία γέμιζαν με στελέχη βρίζας ή άλλο υλικό. Το σαμάρι κάθεται στη ράχη του ζώου κι εκεί φορτώνονται τα ξύλα ή αναπαύεται ο καβαλάρης.

σινάπι

ποώδες φυτό. Χρησιμεύει για την παρασκευή μουστάρδας και για καταπλάσματα

σκάρα

σιδερένιο σκεύος που έσμιγε από τη μια και την άλλη άκρη και την τοποθετούσαν απάνω από τα κάρβουνα για να ψήσουν ψάρια, κρέας ή φρέσκιες σαρδέλες

σκαφίδι

φτιαχνόταν από κορμούς δέντρων που τα σκάλιζαν και τα χρησιμοποιούσαν για το ζύμωμα του ψωμιού.. Παρόμοιο σκεύος (κάφη) χρησιμοποιούσαν για να πλένουν τα ρούχα Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι): ” … Κάρυνο είναι το σκαφίδι και μεταξωτή είν΄ η σήτα και πανώρια η αναπιάστρα που αναπιάνει . . . Περισσότερα

σουρωτήρι

είναι μικρού ή μεγάλου μεγέθους μεταλλικό οικικακό σκεύος. Το χρησιμοποιούσαν ανάλογα το μέγεθος για να σουρώνουν ροφήματα ή φαγητά

στάλος ή σταλός

βλ. στάλισμα. Ξύλα όρθια και οριζόντια κάτω από τις αγραπιδιές που σχημάτιζαν ένα κάλυμμα από φτέρες. αστραγαλιές, ή άλλους θάμνους για τη διαμονή των ζώων την καλοκαιρινή περίοδο

στίψη

έβαζαν τα τσίπουρα στο κυλινδρικό τμήμα που ήταν ξύλινο και πίεζαν από πάνω για να βγάλουν το κρασί που μένει μετά το πάτημα. Στη βάση που ήταν πέτρινη είχε αυλάκι που μάζευε το κρασί και έπεφτε στην τσέντζερη που είχαν από κάτω

σφραγίδα

ήταν ξύλινο αντικείμενο με σκαλισμένες παραστάσεις. Μ΄ αυτή σφράγιζαν κυρίως το χριστόψωμο ή τα άλλα αρτοκατασκευάσματα

τάντσο

κατάλογος Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Επιμέλεια λεξιλογίου Βασίλης Φίλιππας καταγγελία στο δικαστήριο Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη