κόλυβα
βραστό σιτάρι σουρωμένο που το έφτιαχναν στις κηδείες
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βραστό σιτάρι σουρωμένο που το έφτιαχναν στις κηδείες
θυμωνιές με δεμάτια σταχυών και δημητριακών
Παιχνίδι που συνήθιζαν στην πόλη προπολεμικά, την ημέρα των Χριστουγέννων. Είχαν ένα ειδικό κόσκινο, μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα. Ο πυθμένας του ήταν χωρισμένος σε πυραμοειδή φελιά διαφόρων χρωματισμών και πάνω σε αυτά και ενώ το κόσκινο έμενε ακίνητο, κινούταν μια μπίλια, σα μικρή μπάλα μπιλιάρδου, που περιστρεφόταν γύρω σ΄ ένα . . . Περισσότερα
την είχαν κρεμασμένη στο λαιμό των προβάτων και γιδιών. Όταν έβοσκαν ακουόταν ένας θαυμάσιος μουσικός ήχος
αφού έλιωναν το μολύβι σε καλούπια, έφκιαναν τα κουμπιά που τα τοποθετούσαν στα γελέκια. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία σε μέγεθος και χρώμα
απλό, διασκεδαστικό παιχνίδι κυρίως για κορίτσια. Αιώρα. Στα χωριά το έλεγαν τραμπάλα. Στην απλούστατη μορφή της γινόταν από δυο σκοινιά που κρεμούσαν από ένα δέντρο και κόμπιαζαν κάτω τις άκρες τους. Εκεί πρόσθεταν στη θέση του καθίσματος και δεύτερο σκοινί και πάνω κάθοταν ένα κορίτσι, ενώ άλλες δυο το κουνούσαν . . . Περισσότερα
εμπλοκή ζώου με κέρατα
τα έφτιαχναν από ξυλο. Το μέγεθος εποίκιλλε και χρησιμοποιούνταν για να φάνε ή να μεταφέρουν το φαγητό από τα δοχεία στα πιάτα
Κόφφα /ἡ/ (Ἰ. coffa) = προσωρινὸν ἀποδοχεῖον καὶ μέσον μεταφορᾶς στερεῶν κατὰ τὸ μᾶλλον πραγμάτων ἢ καρπῶν, πεπλεγμένον ἐκ κλαδίσκων λυγαριᾶς ἢ ἰτέας καὶ παρασχίδων καλάμου μετρία εἰς ὕψος (0,30-0,50 μ.). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης κατασκευαζόταν από το στέλεχος του σιταριού, από το τελευταίο κόμπο ως τη βάση του . . . Περισσότερα
μεγάλα χάλκινα κουδούνια προβάτων ή και γιδιών βλ. κυπροκούδουνα και κύπρος
βλ κύπρος και κυπριά
β. λαθύρι
μείγμα άμμου και ασβέστη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λά(ν)τζα /ἡ/ (Ἰ. lago-gia) = ὁ πολτὸς ἄμμου καὶ ἀσβέστου διὰ κτίσιμον, ἡ λάσμπη τοῦ κτισίματος, ὁ πηλός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης λάντζα (ἡ): ἐπίχρισμα, κονίαμα, (ΙΤ. lanciare).[1] [1] Στήν οἰκοδομική πιθανόν νά προέρχεται ἀπό τήν ἰταλική αὐτή . . . Περισσότερα
παρασκευάζεται από μεγάλη ποικιλία χόρτων. Βάζουν ακόμα κομμάτια τυριού και περιτυλίγουν τα χόρτα και το τυρί με φύλλο. Είναι έθιμο και φτιάχνεται κατά κανόνα, κάθε Μεγάλη Πέμπτη (χωρίς τυρί)
τα μικρά ψαράκια Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης είδος τεμαχισμένο σε μικρά κομμάτια Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη «Ἕτρωγαν ἕνα λιάνωμα» (σελ. 290, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ). μικρός ἀμνός Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Φωτεινό
Στοιβάδα από πέτρες για να ξεχωρίζουν κομμάτια γης
συγκρότημα μηχανημάτων για την επεξεργασία της ελιάς και την παραγωγή λαδιού (ελαιτριβείο)
ανδρικό πρόχειρο παπούτσι του χωριού σε σχήμα τσαρουχιού, χωρίς τη φούντα και τον βαρύ εξοπλισμό του βλάχικου, με γυριστή μύτη προς τα πάνω, με λουριά, μονόσολο και χωρίς τακούνι. Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας κατασκευάζονταν από φρέσκο δέρμα. Μπροστά τελείωναν σε μύτη και . . . Περισσότερα
Το αγόραζαν από πλανόδιους. Είχε λάδι και φυτίλι για να το ανάβουν να φέγγει. Κατασκευαζόταν από χαλκό, τενεκέ, σίδερο ή ατσάλι. Οι μεγάλοι λυχνοστάτες ήταν χάλκινοι ή ξύλινοι και τους έβαζαν στη μέση του τραπεζιού και κρεμούσαν το λυχνάρι (χρησίμευαν για κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως γάμοι, βαφτισια και θάνατοι).
είδος ψωμιού
παρασκευάζεται από πολύ μικρή μαρίδα, στρώνεται σε φύλλα και είναι πολύ νόστιμη. Δεν είναι συνηθισμένη σε άλλα μέρη.
ήταν ξύλινη με δύο σφαιρικά σίδερα που σταύρωναν στην κορυφή για να πιάνουν και να αδειάζουν στο σακί σιτάρι και όσπρια
είδος θάμνου
φιγουράτο
χωριάτικο ύφασμα, κουβέρτα
οπωροφόρο δέντρο
κοπάδι πολλών ζώων
όψιμη σπορά. βλ. μπονοβιά
μαντήλι, γυναικείο από την παραδοσιακή φορεσιά βλ. κρέπι
μπαρούτι