σαλτότο
σαλάμι
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
σαλάμι
άνεμος με κυκλική κίνηση βλ. γρινιόλα
τραβάω κουπί ώστε η βάρκα να κινηθεί ανάποδα
λιανίζω τα μεγάλα ξύλα
γυναίκα ευφυής και αποτελεσματική
νυχτερινό πονηρό ζώο
παστό
πεταχτός
αυτός που παρατηρεί μια εργασία χωρίς να συμμετέχει
αμετακίνητο, σταματημένο βλ. σταλικώνω
μεστώνω, ξυλοποιούμαι. “Τα φασόλια εσταλώσανε”, δηλ. θέλουν μάζωμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταλώνω (σταλὶς) = στελεχοποιοῦμαι, σκληρύνομαι, στερεοποιοῦμαι (ἐπὶ καρπῶν καὶ φυτῶν): «ἐσταλώσανε τὰ μπιζέλια». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης πήζω “Άσε τ΄ αυγά να σταλώσουν και μετά τα σερβίρεις” Αναμνηστικό λέξεων – Γιώτα και Γιώργος . . . Περισσότερα
τσαπί
η βελόνα Κάλαμος – Ρέα Μανωλάτου και σφίγκλα καρφίτσα για τα μαλλιά Αναμνηστικό Λέξεων – Γιώτα και Γιώργος Καραγιάννης
τεράστιο
παλιό ύφασμα
χωρίς σημασία, σχεδόν άχρηστο
κομμάτι που εξέχει
πετσέτα για οικιακή χρήση
ψωμί ψημμένο στο τζάκι με κρασί
έντονο ψάξιμο, αναζήτηση, συνήθως κρυφά που γίνεται από παιδιά, σε μέρη του σπιτιού ή μπαούλα
πόμολο
λαμαρίνα
αυτό που εξολοθρεύει
έγγραφη ειδοποίση για κάτι κακό
το ξύλο που βάζουμε πίσω από την πόρτα για να μην ανοίγει
άντε “χάιτο μανούλα μου, να παίξεις, μας κούρλανες“
η ψεύτρα