καμωτήρες
– “τι κάνεις εδεκεί;” – “τι να κάμω; καμωτήρες!” (κατά το: “τι κάνεις; – “καμώνομαι”
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
– “τι κάνεις εδεκεί;” – “τι να κάμω; καμωτήρες!” (κατά το: “τι κάνεις; – “καμώνομαι”
μέτρο ακριβώς
ρεζίλι
σηκωτός “τον πήραν και τον πήγαν καρκαΐσα”
σβούρα
πνίγομαι (από το βήχα)
πνίγω κάποιον με τα χέρια μου
με το κεφάλι κάτω
“κληρουχία μου είναι ο Γιάννης” καποιος που γεννήθηκε την ίδια χρονιά
υπόλοιπα μαζέματος ελιάς, διάφορα
μικροσκοπικός
απομεινάρι από ξύλινο έπιπλο, τοίχο ή τάβλα έστω και ακίδα “έγινε χαμός, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο απο τον αέρα”
κορδωμένος
νεκροταφείο
προϊόν αποταμίευσης παντός είδους “εκανα την κουμπάνια μου από ξύλα”
σιδερένιο καπάκι με χερούλι στη μέση, με το οποίο σκεπάζουμε το φαγητό στα κάρβουνα
μεταγγίζω υγρό, συνήθως λάδι, απο το ένα δοχείο στο άλλο
γυάλινο μέρος της παλαιάς λάμπας πετρελαίου – λαδιού
λυχνάρι
δεν έχω χρήματα
χαγιάτι
ματιασμένος, αδιάθετος
παντόφλες με αλλόκοτο σχήμα, αστείες ή μεγάλες
μανιτάρια
μαστορεύω, συνήθως αυτοσχεδιάζοντας
βλ. μαυροχλιμένος
και μαυρέλης κακομοίρης, σε άθλια κατάσταση
το μισό από το τσίγκινο τετράγωνο δοχείο λαδιού
κινούμαι σε μια κατεύθυνη, ξεκινώ
σκυθρωπός