κόκκα (η)
το κουκούτσι των καρπών γενικά: της ελιάς, των κερασιών, των σταφυλιών, των λεμονοπορτοκαλιών κ.λπ.
Οι κόκκες λέγονται και κοκκαλίτσα και κούκουδα.
Σε γιατροσοφικό τετράδιο “παλαιόν” διαβάζομε: “του κίτρου του παλαιού τα κούκουδα να τα τρίψει και να τα σμίξει με λάδι να πίνει να υγιαίνει, όταν φαρμακώσουν τον άνθρωπον” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σε. 141/62).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόκκα /ἡ/ (κόκκος) = ὁ σκληρὸς πυρὴν τῶν ὀπωρῶν, τὸ κουκοῦτσι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης