κλωνί (το)
- σπυρί, κόκκος. “Ένα κλωνί σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κ.λπ”.
φράεις: “Δεν έχω κλωνί”, δηλ. καθόλου, να σου δώσω – “Επέσανε τα πουλιά και δεν αφήσανε κλωνί σιτάρι” – “Κάτι κλωνιά ελιές έχω να μάσω ακόμα”. - μτφ. “Δεν έχεις κλωνί μυαλό”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κλωνὶ /τὸ/ (κλῶ) = κόκκος, σπειρί. «ἕνα κλωνὶ στάρι», «δὲν ἔχω κλωνί».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κλωνὶ (κλώνιον) μεταφορικῶς ἀντὶ τοῦ ὀλίγον ἢ κόκκος. Φρ. δωμ᾿ ἕνα κλωνὶ στάρι δηλ. ὀλίγον. – Οὔτ᾿ ἕνα κλωνὶ δὲ σοῦ δίνω = σπειρί, κτλ.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
«Ντιπ κλωνί μυαλό δεν έχεις»: Συνήθης έκφραση δηλώνουσα την ανοησία. Το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι ο κλώνος, (το κλωνί), μας παραπέμπει στους νευρολογικούς «δενδρίτες» των εγκεφαλικών συνάψεων, οι οποίοι όσο περισσότεροι είναι τόσο πληρέστερη επεξεργασία εννοιών (ευφυΐα) δηλώνουν… Έτσι οι επιστημονικοί «κλώνοι» των εγκεφαλικών συνάψεων δηλώνονται στην καθημερινή διάλεκτο από τον λευκαδίτικο «αμόρφωτο» λαό, εδώ και χιλιετίες…Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα