ληοβόρι ή λιοβόρι (το)
ΒΑ άνεμος που δημιουργεί ξηρή και πνιγερή ατμόσφαιρα. Φυσάει συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες και “τα καίει, τα ξηραίνει όλα τα φυτά, ιδίως τα κηπευτικά”.
Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, Ι, στ.548: “Μια ξαφνική βροχή να ρίξει / στη γη και στη ψυχή / τα κύματα και τα λιοβόρια που είχαν φρύξει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιοβόρι καί ληοβόρι/τὸ/ (ἥλιος-Βορρᾶς) = ὁ θερμὸς ἀπόγειος βορρᾶς τοῦ θέρους.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
λιοβόρι (τό): βορειοανατολικός ἄνεμος.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου