θράκια
Θράκια /τὰ/ = ἀνθράκια, ἀναμμένα καρβουνάκια.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Θράκια, τα, ή θράκα, η, αθράκα, η = η ανθρακιά, τα αναμμένα κάρβουνα. Η αθράκα και το αθράκι = υποκορ. του «άνθραξ-κος».Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!