θερμοζάχαρη (η)
θερμό ζαχαρόνερο, που δίνονταν στα μικρά παιδιά για να κατευνάσουν την πείνα τους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θερμοζάχαρη /ἡ/ = θερμὸν διάλυμμα ζακχάρεως διδόμενον εἰς ἐπικουρίαν ληφθέντος καθαρτικοῦ ἢ πρὸς κατευνασμὸν βρέφους κλαίοντος ἐκ πείνης ἐν ἀπουσίᾳ τῆς θηλαζούσης μητρός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης