θρασεύω
- αναπτύσσομαι γρήγορα, φουντώνω. “Το αμπέλι εθράσεψε”.
- έχω θράσος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θρασεύω = θρασύνομαι, ἀναπτύσσομαι μὲ πρόωρον ἀκμήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θρασεύω = θρασύνομαι, ἀναπτύσσομαι μὲ πρόωρον ἀκμήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης