θρᾶσσα
Θρᾶσσα, § εὐτελῆ ἢ κακῶς ἔχοντα πράγματα. Ἐπὶ ζῴων λέγ. τὰ πρόβατα εἶνε θρᾶσσα = ἀσθενῆ, ἀχαμνά, καταβεβλημένα.
Σημ. Ἴσως έκ τοῦ θράσσω = χαλλῶ, ἀφανίζω, συντρίβω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Θρᾶσσα, § εὐτελῆ ἢ κακῶς ἔχοντα πράγματα. Ἐπὶ ζῴων λέγ. τὰ πρόβατα εἶνε θρᾶσσα = ἀσθενῆ, ἀχαμνά, καταβεβλημένα.
Σημ. Ἴσως έκ τοῦ θράσσω = χαλλῶ, ἀφανίζω, συντρίβω