θερμαλατιά (η)
αλάτι διαλυμένο σε ζεστό νερό. Με το διάλυμα αυτό κάνουν εντριβές σε πόνους του σώματος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θερμαλατιὰ /ἡ/ (θερμὸς-ἅλας) = διάλυμμα μαγειρικοῦ ἅλατος εἰς θερμὸν ὕδωρ δι’ ἐπιθέματα ἢ ἐντριβὰς πρὸς ἀνακούφισιν πόνου ἢ κόπου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης