ρεμεσιέρης (ο)
ο επιπλοποιός
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεμεσιέρ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. re-mestiere) = ξυλουργός, ἐπιπλοποιός
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ρεμεσιέρης (ὁ): ἐπιπλοποιός-ἐπεξεργαστής ξύλου, (<ΒΕΝ. remessèr) [1]
[1] http://www.dfstermole.net/piccio/dicty.php?l=a.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου