Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρεσεύω

είμαι ρεσεμένος, έχω αίρεση, δηλ. ιδιοτροπία, κακές συνήθειες.
‘Έχεις ρεσέψει, δεν κάνεις τίποτα” – “παρά ΄ναι ρεσεμένο αυτό το παιδί”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρεσεύω -άζω (αἵρεσις -είω) = κακοσυνηθίζω τινά, ἀποκτῶ κακὰς ἕξεις.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Κακομαθαίνω. ΑΠό το αιρεσεύω (αίρεσις). Λέμε “πολύ ρεσεμένο (κακομαθημένο) παιδί. Στο Λασκαράτο (“Ήθη” 36) ” … και μ΄ είχανε ρεσεμένο”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.