Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρεμπελεύω

είμαι ρέμπελος, δηλ. αμελής, αδιάφορος, άτακτος στις δουλειές μου.
“Μάζεψε την κοπέλα σου για΄τι έχει ρεμπελέψει. Μην την αφήνεις ρέμπελη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρεμπελεύω (Ἰ. repellere) = ἀμελῶ τὰ ἔργα μου, ἐξωκέλλω, ἀλητεύω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.