ψωλιόγκος 10 Φεβ, 2017 Ψ 0 Σχόλια 0 Ψωλιόγκος /ὁ/ (ψωλὴ) = τὸ ἀλαντοειδὲς θαλάσσιον ὀλοθουρία, κατουρίλας.