πρόπια (επίρρ.)
προσδιοριστικό γεωγραφικού σημείου.
“Το μαγαζί βρίσκεται πρόπια στην απάνω δεξιά γωνία της πλατείας” – “Πρόπια στον Αγ. Σπυρίδωνα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πρόπια /ἐπίρ./ (Ἰ. proprio) = ἀκριβῶς, γνησίως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης