Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

προγκίδι -ια

δύο σιδερένια ελάσματα παράλληλα και οδοντωτά στις άκρες που τα τοποθετούν το ύφασμα του αργαλειού κατά την ύφανση για να μένει καλά τεντωμένο.
Παλιά σύνεργα τα προγκίδια τα βρίσκομε σε καταγραφές ακίνητων στο 16ο και 17ο αιώνα, “και ένα ζευγαρι προυγγίδια για τον αργαλειό”, κατγρφ, 1750 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Προγκίδι /τὸ/ (Ἰ. broccare) = τὸ ἐκ δύο παραλλήλων σιδηρῶν ἐλασμάτων ἐργαλεῖον μὲ ὀδοντωτὰ ἄκρα διὰ τοῦ ὁποίου (κατὰ βούλησιν μηκυνομένου) κρατεῖται τεταμένον ἐγκαρσίως τὸ ὕφασμα εἰς τὸν ἀργαλειόν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Προγκίδια = σιδηρένιο ἐργαλεῖο μέ δύο στενά ἐλάσματα, μέ δοντάκια στίς δύο ἄκρες γιά νά συγκρατεῖ τεντωμένο τό πανί στόν χειροκίνητο ἀργαλειό.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.