ούλτιμο (το)
το τελευταίο, το έσχατο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Οὔλτ(ι)μο /τὸ/ (Ἰ. ultimo) = τὸ ὕστατον, ἡ ἐσχάτη ὥρα, τὸ τελειωτικόν, τὸ μοιραῖον, ὁ θάνατος. «αὐτὸ θὰ νἆναι τὸ οὔλτιμο».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης