οφφίκιον (το)
εκκλησιαστική υπηρεσία, αξίωμα που δίνεται από την εκκλησία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὀφίκκιον /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. officio) = ἐκκλησιαστικὸν ἀξίωμα, καθῆκον, ὑπηρεσία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης