Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαμπίκος (ο)

  1. αποστακτήρας, συσκευή πρωτόγονη για την απόσταξη κρασιού και εξαγωγή τσίπουρου (ρακής). Αποτελείται από 3 μέρη: α) το ρακοκάζανο, β) το λουλά και γ) την κάδη (με το νερό).  Στο καζάνι μέσα βάνουν άστυφτα τσίπουρα και από κάτω του βάζουν φωτιά. Οι αλκοολούχοι υδρατμοί περνούν απ΄ το σπειροειδή λουλά (=χαλκοσωλήνα) που το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται σε μια κάδη γιομάτη νερό. Εκεί οι υδρατμοί ψύχονται υγροποιούνται και εξέρχονται απ΄ το ακραίο στόμιο του λουλά ως οινόπνευμα-ρακή.
    Οι λαμπίκοι είναι γνωστοί στο νησί από παλιά. Σε καταγραφή του 1697 βρίσκομε: “Ένα ρακοκάζανο με το λουλά του”.
  2. μεταφορικά: καθαρός, λαμπερός, ξάστερος. “Μωρέ, εκαθάρισε που έγινε λαμπίκος”, για χάλκινα σκεύη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.