λάνα (η)
μάλλινο νήμα πολυτελείας. Μάλλινο χρωματιστό γαϊτάνι, αλλά και ύφασμα και ομώνυμο φουστάνι της Λευκαδίτικης λαϊκής φορεσιάς. Η λάνα πολλές φορές έμπαινε στη θέση διακοσμητικού γαϊτανιού, στα παλιά φορέματα. Σε προικοσύμφωνο του συμβολαιογράφου Ι. Κατηφόρη διαβάζομε: “Δύο φορέματα, αρματωμένα με λάμα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λάνα /ἡ/ (Ἰ. lana) = νῆμα ἐρίου πολυτελοῦς ποιότητος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λάνα = μάλλινη χρωματιστή χονδρή κλωστή.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής