Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λάνα (η)

μάλλινο νήμα πολυτελείας. Μάλλινο χρωματιστό γαϊτάνι, αλλά και ύφασμα και ομώνυμο φουστάνι της Λευκαδίτικης λαϊκής φορεσιάς. Η λάνα πολλές φορές έμπαινε στη θέση διακοσμητικού γαϊτανιού, στα παλιά φορέματα. Σε προικοσύμφωνο του συμβολαιογράφου Ι. Κατηφόρη διαβάζομε: “Δύο φορέματα, αρματωμένα με λάμα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λάνα /ἡ/ (Ἰ. lana) = νῆμα ἐρίου πολυτελοῦς ποιότητος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λάνα = μάλλινη χρωματιστή χονδρή κλωστή.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.