σιγουράντσα (η)
σιγουριά, ασφάλεια
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σιγουράντσα /ἡ/ (Ἰ. sicuranza) = ἀσφάλεια, ἀταραξία, τόλμη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
σιγουριά, ασφάλεια
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σιγουράντσα /ἡ/ (Ἰ. sicuranza) = ἀσφάλεια, ἀταραξία, τόλμη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης