λάντζα (η)
μείγμα άμμου και ασβέστη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λά(ν)τζα /ἡ/ (Ἰ. lago-gia) = ὁ πολτὸς ἄμμου καὶ ἀσβέστου διὰ κτίσιμον, ἡ λάσμπη τοῦ κτισίματος, ὁ πηλός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
λάντζα (ἡ): ἐπίχρισμα, κονίαμα, (ΙΤ. lanciare).[1]
[1] Στήν οἰκοδομική πιθανόν νά προέρχεται ἀπό τήν ἰταλική αὐτή λέξη πού σημαίνει ρίπτω, ἐκσφενδονίζω. Βέβαια ἔχει καί τήν ἔννοια τῆς ἀγγαρείας καί τοῦ πλυσίματος τῶν πιάτων.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
βάρκα καραβιού με κουπιά
Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη