Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Γ

γουρουνοχόρτι (το)

κυκλαμιά, κυκλαμινιά, περικλαμιά, κυκλάμινος τῶν ἀρχαίων. Cyclamen europaeum Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο

γουρουνόψωμο (το)

το ψωμί με καλαμποκίσιο αλεύρι. Το έλγαν έτσι επειδή καλαμπόκι τρώνε τα γουρούνια. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

γούτσι-γούτσι

μαύλισμα σε χοίρους Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γοῦτσι (Ἀλ. γοῦτσ-ι) = ἀποδιωκτικὴ παρακέλευσις πρὸς χοῖρον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γούτσι = διώξιμο χοίρου, ἀλλά καί βρισιά ὅπως (ρέ οὔστ ἀπ᾿ ἐδῶ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

γραβαλίζω

καθαρίζω το εσωτερικό πλακόστρωτο του φούρνου με το γράβαλο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γραβαλίζω (γράβδην) = ξέω τὸ δάπεδον τοῦ φούρνου διὰ γραβάλου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γράβαλο (το)

ξύλινο σύνεργο με μακρυά λαβή και σιδερένια απόληξη σε σχήμα Γ. Χρησίμευε για να βγάνουν τις στάχτες και να ξύνουν τις πλάκες του φούρνου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γράβαλος /ὁ/ (γράβδιον) = σιδηροῦν ξέστρον μὲ μακρὰν λαβὴν εἰς σχῆμα Γ χρήσιμον διὰ τοὺς φούρνους τῶν χωρίων. . . . Περισσότερα

γραδάρω

μετρώ τους βαθμούς οξύτητας ή οινοπνεύματος των υγρών, του κρασιού, του λαδιού κ.α. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γραδάρω (Ἰ. graduare) = βαθμομετρῶ ὑγρὸν (οἶνον, ἔλαιον). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γράδος (ο)

ο βαθμός σε οινόπνευμα ή οξύτητα υγρού προϊόντος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γράδος /ὁ/ (Ἰ. grado) = βαθμὸς ὑγροῦ προϊόντος εἰς οἰνόπνευμα ἢ ὀξύτητα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Βαθμός κρασιού και άλλων υγρών. Ρήμα: γραδάρω. Πληθυντικός: τα γράδια. Η λέξη η ιταλική grado, από . . . Περισσότερα

γραίνω

ξανοίγω τα μαλλιά προβάτου, για να κάμω τουλούπες για γνέσιμο. Αυτό γινόταν με τσιγκριά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γραίνω = ξαίνω ἔριον μὲ τσιγκριὰ Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γραίνω = ξεμπερδεύω μαλλί, ἡ πρώτη ἐπεξεργασία μαλλιῶν προβάτων πού γίνεται μέ τά χέρια, (ξαίνω μαλλί γιά . . . Περισσότερα

γραίος (ο)

ΒΑ άνεμος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γραῖος /ὁ/ (Ἰ. Greco) = Βορειοανατολικὸς ἄνεμος, Μέσης, Καικίας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γραμμένα (φρύδια)

“Αυτά τα φρύδια, Δήμα μου, τα όμορφα, τα φρύδια τα γραμμένα …” Στο δημοτικό τραγούδια σημαίνει φρύδια ζωγραφιστά, καλλίγραμμα, ωραία.  

γράνα

η σειρά των δέντρων στους κήπους για ευκολότερο πότισμα Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

γρανέτα (η)

μικρή χάνδρα, τρύπια στη μέση. Πολλές χάνδρες μαζί τις περνούσαν σε κλωστή και έκαναν ένα είδος κομπολογιού. Οι γρανέτες ήταν διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων. Μ΄ αυτές, αφού τις περνούσαν σε κλωστή, διακοσμούσαν τα φορέματα των μικρών παιδιών. Ακόμη τις έκαναν βραχιόλια και τις έβαναν στα χέρια τους, οι μικρές κοπέλες. Λεξικό . . . Περισσότερα

γραντέγ΄λα και γραντσέ(γ)ουλα (η)

θαλάσσιος κάβουρας με μακριά πόδια και αγκαθωτό κέλυφος. Κοινώς καβουρομάνα. (γραντέγλα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γραντσέ(γ)ουλα /ἡ/ (Ἰ. grancevola) = εἶδος θαλασσίου καρκίνου μὲ μακροὺς πόδας καὶ ἀκιδωτὸν κέλυφος, καβουρομάνα. (γραντσέγουλα / γραντσέουλα) Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γραπώνω

Απ, σε γράπωσα (ξαφνικά). Από το ιταλικό grappare (Ανδριώτης). Αλλιώς σε τσάκωσα. Κατά τη γραμματική είναι ρήμα μεταβατικό, που σημαίνει πιάνω κάτι ή κάποιον με απότομη κίνηση του χεριού, αρπάζω. Σχετικό είναι και το τσακώνω. Λένε συνήθως γραπώνομαι από κάπου, πιάνομαι να μη πέσω. Ετυμολογικά, είναι μεταφορά στην Ελληνική του . . . Περισσότερα

γράτσια (η)

ευχάριστη, χάρη. Λέμε: “Τον πήρε γράτσια”, δηλ. χαρίστηκε, είχε κάποια εύνοια προσώπων ή της τύχης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γράτσια /ἡ/ (Ἰ. grazia) = χάρις, εὔνοια, εὑχαριστῶ. «τὸν πῆρε γράτσια» = προσελήφθη χαριστικῶς, ἔλαβε χάριν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γρατσουνίζω ή γρατσ΄νάω

ξεσχίζω ελαφρά με τα νύχια μου κάποιον. Κυρίως τα μικρά παιδιά γρατσουνάνε. “Κάτσε καλά, θα σε γρατσουνίσω”. “Με γρατσούνισε η γάτα”, “γρατσουνίστηκα στα βάτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γρατσουνάω καὶ γρατσουνίζω § ξεσχίζω τὴν ἐπιδερμίδα διὰ τῶν ὀνύχων. ΚΝ. Ἐκ τούτου γρατσουνιὰ καὶ γρατσουνισὰ τὸ διὰ τῶν . . . Περισσότερα

γραφτό (κέντημα) (το)

Σ΄ αυτό το κέντημα οι κεντρίστρες δούλευαν πάνω ΄ ένα σχέδιο που έκανα από πριν στο πανί. Έτσι κεντούσαν οι παλιές Λευκαδίτισσες τα πουκάμισα, ανδρικά και γυναικεία, τα σεντόνια κ.α. Σε καταγραφή κινητών του 1718 (Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας) διαβάζομε: “υποκάμισα γυναικεία επτά. Το ένα, κέντημα τα ρόιδα τα μεγάλα, το . . . Περισσότερα

γρέντζος – α – ο

τραχύς, σκληρός, όχι λείος. μεταφορικά: γρέντζος άνθρωπος = αγροίκος, απότομος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γρέντζος -α -ο (Ἰ. greggio) = ἀκατέργαστος, τραχύς, ἀνώμαλος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γρίιστικο (μαντήλι) (το)

κεφαλομάντηλο που φορούσαν οι γριές του νησιού. Ήταν καλής ποιότητας  και τα ΄λεγαν “αγκονέικα”  (από την Αγκόνα της Ιταλίας). Ήταν μπαμπακερά σε χρώμα γαλάζιο σκούρο.