γύφτος -οι (ο)
ο σιδεράς, ο χάβρος. Οι γύφτοι στην Πόλη είχαν τα εργαστήρια τους στην είσοδο της Χώρας, στον Άγιο Μηνά. Η περιοχή λεγόταν γύφτικα ή σιδεράδικα. Οι γύφτοι αυτοί ήταν, κατά κανόνα, κάτοικοι της Χώρας, και δεν είχαν σχέση με τους άλλους “γύφτους”. σε παλιό χειρόγραφο του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Έδωσα του γίφτου που εβούλωσε τα τζαπιά και ης το σίδρο, μου επήγε μονέδα λ. 47” . Ο Ιωάννης Σταματέλος σημειώνει: “Εκ του Αίγυπτος, ίσως διότι εν Αιγύτπω επιπολάζουσιν οι Αρκουδόγυφτοι, οι την του Ηαφαίστου τέχνην μετερχόμενοι”
Γύφτος § ὁ χαλκεύς. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ Αἰγύπτιος (Σύλλ. 27). Ἴσως διότι ἐν Αἰγύπτῳ ἐπιπολάζουσιν οἱ καλούμενοι Ἀρκουδόγυφτοι, οἱ τὴν τοῦ Ἠφαίστου τέχνην μετερχόμενοι.