γωνιά (η)
το τζάκι, η εστία του χωριάτικου σπιτιού.
Η γωνιά συγκέντρωνε όλη την οικογένεια γύρω της, όπου ιεραρχικά υπήρχαν οι θέσεις του παππού, της γιαγιάς, των γονιών και παιδιών.
Η πολυύμνητη γωνιά, η ευλογημένη: Γεράσιμος Γληγόρης: “Νοσταλγία” – “Και θα ΄ρθω πάλε, βάβω μου, να σ΄ εύρω στη γωνιά σου, / …θα ξένουν τ΄ άγια χέρια σου κροκίδια στην ποδιά σου ..”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γωνιὰ /ἡ/ (γωνία) = ἡ ἑστία τοῦ χωριάτικου σπιτιοῦ, τὸ χαμηλὸ παραγῶνι ὅπου συγκεντροῦται ἡ χωρικὴ οἰκογένεια κατὰ τὴν ὥραν τοῦ φαγητοῦ ἢ τῆς ἀναπαύσεως ἐν καιρῷ χειμῶνος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
γωνιά (ἡ): ἑστία χωριάτικου σπιτιοῦ.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Γωνιά = ἑστία πού ἄναβαν τήν φωτιά κατά τόν χειμώνα καί κάθονταν γύρω ἀπ᾿ αὐτήν.