φάττο (το)
η πράξη, το έργο, το επεισόδιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φάττο /τὸ/ (Ἰ. fatto) = ἔργον, πράξις, γεγονός, ἐπεισόδιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η πράξη, το έργο, το επεισόδιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φάττο /τὸ/ (Ἰ. fatto) = ἔργον, πράξις, γεγονός, ἐπεισόδιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης