ἔρ(ρ)ιζα 09 Ιαν, 2017 Ε 0 Σχόλια 0 Ἔρ(ρ)ιζα /ἐπίρ./ (ἐν-ῥίζα) = παρὰ τὴν ῥίζαν, παρὰ τὴν βάσιν, σύρριζα. (ἔρριζα)