εξπήριος -α – ο
δραστήριος, έξυπνος, επιτήδειος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἐξπήριος -α -ο (Γλ. expert) = ἔμπειρος, ἐπιτήδειος, ἀξιοθαύμαστος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Εξπίριο. Αυτό το παιδί, λέει η μάνα (συνήθως) είναι εξπίριο, πανέξυπνο δηλαδή. Σωστά Ο Λάζαρης συνδέει με το γαλλικό expert. Και στα αγγλικά η πείρα, εμπειρία, λέγεται experience. Και σήμερα λέμε για κάποιον, αυτός είναι εξπέρ (σε τέτοια θέματα).
Σχετική είναι εννοιολογικά και η (συνηθισμένη) λέξη ξεφτέρι, η οποία όμως σχετίζεται με το φτερό (χωρίς να αποκλείεται ο συσχετισμός με το expert) . Ακόμα και το γνωστό μας τετραπέρατος (αυτός που γύρισε και γνωρίζει τα τέσσαρα πέρατα της γης) ο πολύξερος. Άλλος ο ξερόλας.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης