κεντινάρι (το)
σύνολο εκατό πραγμάτων ομοειδών.
“Ένα κεντινάρι σκόρδα” = εκατό κεφάλια σκόρδα. “Ένα κεντινάρι κρεμμύδια – Δύο κεντινάρια κρεμμύδια …” κ.α.
Σε χργρ. λογαριασμό εσόδων- εξόδων του 18ου αιώνα (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Εξόδιασα σε δύο κεντινάρια κρεμμύδια λ.(ίτρες) 12″.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κεντ(ι)νάρι /τὸ/ (Λ. centinarius) = πλεξίδα 50 σκόρδων ἢ κρεμμυδιῶν.
κεντηνάρι (τό): δεσμίδα τῶν 50 ὁμοειδῶν πραγμάτων (ΛΑΤ. quindeni, ἀνά πεντακέδεκα).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σκόρδα ή κρεμμύδια. Το λατινικό centarium, κεντηνάριον, μονάδα βάρους των Βυζαντινών αντιστοιχούσα προς 100 λίτρες (1 λίτρα=325 γραμμάρια περίπου, βλ. Ι. Μάλαμα, Χρονογραφία, σελ. 212, σημ. 552 εκδ. Ηλιοδρόμιο).
Σε μας δεν είναι μονάδα βάρους, αλλά μέτρησης, όπως 100 κεφάλια σκόρδα, το κεντνάρι. Από δω και ο Κεντυρίων του Ευαγγελίου (Μάρκος. 15, 39) ο εκατόνταρχος, ηγέτης εκατό (centum) ανδρών.
Σχετικό με το τσεντέσιμο, το εκατοστό (ούτε ένα τσεντέσιμο, καθόλου).