αψιδιά (η)
ιαματικό φυτό, κοινώς αψ΄διά.
Σε συνταγή από γιατροσόφι λαϊκογιατρού βλέπομε: “Πάρε αψιδιά και βράσε τη με κρασί και δος της να πίνει και πέφτει το παιδί ευθύς” (Περί γυναικός όταν απεθαίνει το παιδί και δεν μπορεί να το γεννήσει). (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα σελ 68 και 124).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀψ(ι)διὰ /ἡ/ = τὸ φυτὸν ἄψινθος ἢ ἀψίνθιον (τὰ φύλλα του κοπανισμένα χρησιμοποιοῦνται ὡς καταπραϋντικὸν ἐπὶ μωλωπισμῶν καὶ τραυματικῶν οἰδημάτων).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης