αχολογιέμαι και ἀχολογιῶμαι
φωνάζω αχ, από μεγάλη στενοχώρια, έχω φόβο και αγωνία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀχολογιῶμαι («ἄχ»-λέγω, λογίζομαι) = ἀγωνιῶ, ἀδημονῶ, φοβοῦμαι κακόν τι, ἐπαναλαμβάνω ἐναγωνίως «ἄχ… ἄχ…».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης