Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αχνός (ο)

ο ατμός που αναδίνεται από βρασμένο υγρό, νερό, λάδι, αχνός από τηγανισμένα ψάρια, “αχνός μαγειρεμένου φαγητού”.
το χνώτο, ιδίως στις ψυχρές μέρες – “αναστενάζω και βγαίνει ο αχνός και μέσα μένει ο πόνος”
ΒΑΛ. Αθ. Διάκος, 3, 41. – “εθόλωνε με τον αχνό του μαχαιριού τη λάμψη”.
το ρ. αχνίζω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἀχνός, § ὠχρὸς

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

βλ. ἀχνάδα και οχνάδα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.