αχνός (ο)
ο ατμός που αναδίνεται από βρασμένο υγρό, νερό, λάδι, αχνός από τηγανισμένα ψάρια, “αχνός μαγειρεμένου φαγητού”.
το χνώτο, ιδίως στις ψυχρές μέρες – “αναστενάζω και βγαίνει ο αχνός και μέσα μένει ο πόνος”
ΒΑΛ. Αθ. Διάκος, 3, 41. – “εθόλωνε με τον αχνό του μαχαιριού τη λάμψη”.
το ρ. αχνίζω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης