τσόντα
Τσόντα /ἡ/ (Ἰ. giunta) = ἄκρα, συμπλήρωμα, ἀπόληξις, ἀπάτη.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τσόντα /ἡ/ (Ἰ. giunta) = ἄκρα, συμπλήρωμα, ἀπόληξις, ἀπάτη.
Τσοντάρω (Ἰ. giuntare) = προσθέτω, ἐπικουρῶ, ἐξαπατῶ.
παρακελευστικό επιφώνημα για τους επιβήτορες τράγους και κριάρια του κοπαδιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσὸπ-τσὸπ (Τ. τσὸπ) = παρακέλευσις πρὸς τράγον ἐπιβήτορα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ο τράγος που τον έχουν ειδικά για επιβήτορα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσόπης = ὁ ἐπιβήτορας τράγος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Τσοπόρα /ἡ/ (Τ. τσοπούρ, Π. τσὸπ-χὸρ) = ἀγρὸς πετροβριθής, ἔδαφος πετρῶδες πενιχρᾶς ἀποδόσεως. βλ. καί τσεπόρια ή τσοπόρια (τα)
Τσοράπ(ι) /τὸ/ (Τ. τσοράπ, Σ. τσαράπα) = κάλτσα ἀνδρικὴ πλεκτὴ ἐξ ἐγχωρίου ἐρίου. καί τσουράπι
πεταχτούλα κόρη και μάλλον πονηρή. “Το παλιοτσορδέλι καημένε, δε συμμαζεύεται”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσορδέλ(η)ς -ω -ι (Ἰ. zurlo, ciondolo;) = πονηρούλης, χαριτωμένος. και τσουρδέλι Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ο μικρός, ο ολίγος. Στην τοπική διάλεκτο χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις. Φράσεις: “τσότσο πράμα” – “τσότσο κρέας, τυρί κ.λπ” – Ένα παιδάκι τσότσο” – “τσότσο γλυκό” κ.ά.π. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσότσος -η -ο (Ἀλ. τσὸτς) = μικροσκοπικός, μικρούλης, ὀλίγος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα
Τσουγκρύζω § συγκρούω· λέγεται κυρίως ὅταν τὰ παιδία τὴν ἡμέραν τῆς Λαμπρᾶς συγκρούωσι πρὸς ἄλληλα τὰ ὠά των, καὶ ὁ σπάσας τὸ τοῦ ἑτέρου κερδίζει. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ συγκρούω· προσθέσει μὲν τοῦ τ ἐν ἀρχῇ κατὰ τὰ τόφρα, ὄφρα, γίνεται τσυγκρούω, τροπῇ δὲ τοῦ υ εἰς ου (Σύλλ. 44) . . . Περισσότερα
Μια λέξη, όχι αποκλειστικά “δική” μας, με πολλές σημασίες απ΄ τις οποίες θα σημειώσουμε δύο. τις πιο εύχρηστες σε μας. Τσούζει το σπίρτο (οινόπνευμα) στην πληγή και το “τσούζει” κάποιος το κρασί. (Αλλά και το τσουχτερό κρύο κ.π. άλλα). Ετυμολογικά προέρχεται από το αρχαίο σίζω (σφυρίζω) -τζίζω- τσούζω (μεσαιωνικό ρήμα). . . . Περισσότερα
Τσούκα /ἡ/ (Ἀλ. Β. τσούκ, Τ. τσúκ) = τὸ ἀνδρικὸν πέος (λέγεται μόνον ἐν τῇ φράσει: «τσούκα μ’ ματσούκα μ’»), δηλωτικὴ περιφρονήσεως καὶ ἀδιαφορίας.
ως μέτρο χωρητικότητας υγρών: 1 τσουκάλι = 6 καρτούτσα. “Έκαμα ελιές ις το λιτρουβιό και έλαμα λάδι τσουκάλια δεκαπέντε” (1745 Οκτοβρίου 9). (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσουκάλι § ἡ χύτρα. Σημ. Πολλαχοῦ ἀναφέρει τὴν λ. ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. (Πλ. 683, 1197, 1203). φαίνεται . . . Περισσότερα
δοχείο που βάνομε ζάχαρη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσουκαριέρα /ἡ/ (Ἰ. zuccheriera) = ζακχαροδοχεῖον, ζαχαριέρα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
μάλλινο ύφασμα του αργαλειού, χοντρό και πυκνό Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσούκνα καί τσουκνί /ἡ/ /τό/ (Ἰ. ciocca, zucconare) = χονδρὸν ἐγχώριον ὕφασμα ἐρέας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
οι θεραπευτικές της ιδιότητες: “Περί εκείνους οπού έχουν πέτρα, ήουν π(ου)ρί. Πάρε τζουκνίδα μαζί με τον σπόρον της και βάλε τηγάνισέ τα και βάλτα απάνου εις τα νεφρά [και] φάσκιωσ΄ τον καλά και θέλει θαμάσεις” (Ν.Παπαδάτος – Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 70/17).
προβατίνα κονταυτιάρα (με κοντά αυτιά) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσούλα = προβατίνα μέ μικρά καί ἀτροφικά αὐτιά. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
σαν κάτι ν΄ ακούω, γέρων τα αυτιά μου ν΄ ακούσω, στήνω αυτί ανήσυχο. Υποψιάζομαι κάτι. “Εγώ το τσουλαφτιάστηκα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσ(ου)λαφτιάζομαι (σιλὸς-ὠτίον -άζομαι) = κλίνω τὰ ὦτα πρὸς τὰ πλάγια ἐξ ἀνησυχίας, ἐντείνω τὴν προσοχὴν ἐν καχυποψίᾳ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τσλαφτιάστηλα. . . . Περισσότερα
Τσοῦλος -α -ο (σιλλὸς) = ὁ ἔχων μικρὰ ὦτα (ἐπὶ ζῴων).
Ένα μικρό ίσο κεραμιδάκι ή μικρή πέτρα με την οποία παίζοταν το παιχνίδι χάρακας. Παίγνια παλαιών Καρσάνων – Δημ Κατωπόδης
επενδυτής νυφικός της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς, “ρωμαίικα“, που σκεπάζει ώμους και πλάτες, κατεβαίνει ως κάτω και σέρνεται απλωτός με καλοσιδερωμένες πιέτες (κανάλια). Είναι ανοιχτός μπροστά. Τον τσουμπέ της νύφης κατά τη συνοδεία τον βαστάνε πίσω δύο σερνικά παιδιά και για να μη λερώνεται, αλλά και για να κάμει η νύφη . . . Περισσότερα
κούτσουρο, απόκομμα χοντρού κλαδιού ή κορμού δέντρου Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσοῦμπος /ὁ/ (Ἰ. ceppo) = κεκομμένον στέλεχος χονδροῦ κλάδου ἢ δένδρου (τύμβος) = προεξοχὴ πράγματος, ἔξαρσις τοῦ ἐδάφους, μικρὸν ὕψωμα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσοῦν(ι) /τὸ/ (κίνυμαι; Σ. τσούνj) = τὸ ἐξέχον ἄκρον, ἡ λαβή.
Τσούντα βλ. λ. τσόντα.
η γωνιά του τοίχου του σπιτιού. Τσούπια του σπιτιού = οι 4 γωνίες των εξωτερικών πλευρών των τοίχων. Στις 4 γωνίες αυτές, κατά το δωδεκαήμερο, σκορπούν στάχτη για να φεύγουν τα παγανά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσοῦπ(ι) /τὸ/ (Ἰ. ciuffo, Ἀλ. τσούπ-ι) = τὸ ἀέτωμα τῆς . . . Περισσότερα
η θυγατέρα. “Έχω τρεις τσούπρες … και καταλαβαίνεις τι ρούχα θέλω να τις προικίσω” – “Μαρή τσούπρα, δε μαζεύεσαι τώρα στο σπίτι σου;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσούπρα /ἡ/ (Ἀλ. τσούπε-α, Β. τσούπα) = ἡ θυγατέρα, ἡ νεᾶνις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μονοσύλλαβη λέξη, που κλείνει μέσα της την αρχαία λέξη ούρον, πληθυντικός ούρα (και ούρος). Οι μητέρες προτρέπουν τα παιδιά τους για να μη βρέχονται να κάμουν το τσουρ τους (κατ-ουρήσουν) έξω από το βρακί τους. Τότε τ΄ αγόρια φορούσαν βρακοφούστανα (συνδυασμός βρακιού και φουστανιού). Επικράτησε η λέξη κυρίως απ΄τον ήχο, . . . Περισσότερα
Τσουράπ(ι) βλ. λ. τσοράπ(ι).
χοντρή μάλλινη κάλτσα τσουράπω = η ζωηρή και ελεύθερη κοπέλα. “Είδες τι μας έκανε η παλιοτσουράπω;” – Μωρή τσουράπωωω!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσουράπια = χοντρές μάλλινες πλεχτές κάλτσες. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Τσουρδέλι -ος βλ. λ. τσορδέλι -ω
τα ούρα