τσούπρα (η)
η θυγατέρα.
“Έχω τρεις τσούπρες … και καταλαβαίνεις τι ρούχα θέλω να τις προικίσω” – “Μαρή τσούπρα, δε μαζεύεσαι τώρα στο σπίτι σου;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσούπρα /ἡ/ (Ἀλ. τσούπε-α, Β. τσούπα) = ἡ θυγατέρα, ἡ νεᾶνις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης