τσουρ (το)
Μονοσύλλαβη λέξη, που κλείνει μέσα της την αρχαία λέξη ούρον, πληθυντικός ούρα (και ούρος).
Οι μητέρες προτρέπουν τα παιδιά τους για να μη βρέχονται να κάμουν το τσουρ τους (κατ-ουρήσουν) έξω από το βρακί τους. Τότε τ΄ αγόρια φορούσαν βρακοφούστανα (συνδυασμός βρακιού και φουστανιού).
Επικράτησε η λέξη κυρίως απ΄τον ήχο, τον συριγμόν του ούρου, τσου -ου-ρ (πρβλ. πριτς … με την ανάλογη χειρονομία).