Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σαμπατίζω

κάνω θόρυβο, ομιλώ δυνατά και συνεχώς.
φράση: “φευγάτε από δω μωρέ παλιόπαιδα, που εσαμπατίσατε όλη τη γ΄τονιά”.
κατάρα: “Μωρέ σαμπατισμένο!”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σαμπατίζω (Σ. ζαbατί-σε) = πλήσσω, ταράσσω, κατατρύχω, ζαλίζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


βλ. και σαμπατάω


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.