σαμπατίζω
κάνω θόρυβο, ομιλώ δυνατά και συνεχώς.
φράση: “φευγάτε από δω μωρέ παλιόπαιδα, που εσαμπατίσατε όλη τη γ΄τονιά”.
κατάρα: “Μωρέ σαμπατισμένο!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαμπατίζω (Σ. ζαbατί-σε) = πλήσσω, ταράσσω, κατατρύχω, ζαλίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και σαμπατάω