μουσάκα (η)
είδος βατράχου. Είναι μεγαλόσωμο σε σχέση με το κοινό βατράχι και βγαίνει και στην ξηρά.
μτφ: για τους ανθρώπους τους ύπουλους, τους πονηρούς και κουτσομπόληδες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(ου)σάκα /ἡ/ (Λ. bufo musicus) = ὁ φρῦνος, μεγαλόσωμον βατραχοειδές. βλ. και μπουσάκα
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μουσάκα = μσάκα, μεγάλος καί ἀπαίσιος στήν ἐμφάνιση βάτραχος (φρύνος).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής