μαστέλος (ο)
μικρός ξύλινος ή λάτινος κάδος ύψους γύρω στα 0,60 εκ., μέσα στον οποίο έπλεναν τα ρούχα με τη βοήθεια της πλυτόταβλας που στερεώνονταν στα χείλη του μαστέλου πατώντας στις τρεις εξέχουσες λαβές-χερούλια του μαστέλου. Ο μαστέλος ακουμπάει περιφερειακά κάτω σε χοντρό σιδεροστέφανο. Ποικίλει και η χρήση του μαστέλου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαστέλλος /ὁ/ (Ἰ. mastello) = ξύλινος κάδος μετρίου ὕψους διὰ τὴν πλῦσιν ἱματισμοῦ φέρων κατὰ διαστήματα τρεῖς ἐξέχουσας δοκίδας μεταξὺ τῶν ὁποίων στερεοῦται ἐπικλινὴς ἡ «πλυτόταυλα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μαστέλο = ξύλινος κάδος γιά τή μπουγάδα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής