Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαστέλος (ο)

μικρός ξύλινος ή λάτινος κάδος ύψους γύρω στα 0,60 εκ., μέσα στον οποίο έπλεναν τα ρούχα με τη βοήθεια της πλυτόταβλας που στερεώνονταν στα χείλη του μαστέλου πατώντας στις τρεις εξέχουσες λαβές-χερούλια του μαστέλου. Ο μαστέλος ακουμπάει περιφερειακά κάτω σε χοντρό σιδεροστέφανο. Ποικίλει και η χρήση του μαστέλου.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαστέλλος /ὁ/ (Ἰ. mastello) = ξύλινος κάδος μετρίου ὕψους διὰ τὴν πλῦσιν ἱματισμοῦ φέρων κατὰ διαστήματα τρεῖς ἐξέχουσας δοκίδας μεταξὺ τῶν ὁποίων στερεοῦται ἐπικλινὴς ἡ «πλυτόταυλα».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μαστέλο = ξύλινος κάδος γιά τή μπουγάδα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.