Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πάτερο (τό)

Πάτερο /τὸ/ (πατέω -ῶ) = ξυλοδοκὸς πατώματος, πατάρι, μεγάλο ράφι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


πάτερο (τό): ξυλοδοκός πατώματος, πατάρι, μεγάλο ράφι (πάτος).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.