λάτινος -η, -ο
ο κατασκευασμένος από λάτα, ο τενεκεδένιος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λάτ(ι)νος -η -ο (Ἰ. latta) = λευκοσιδηροῦς, τενεκεδένιος, μεταλλικός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο κατασκευασμένος από λάτα, ο τενεκεδένιος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λάτ(ι)νος -η -ο (Ἰ. latta) = λευκοσιδηροῦς, τενεκεδένιος, μεταλλικός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μικρός ξύλινος ή λάτινος κάδος ύψους γύρω στα 0,60 εκ., μέσα στον οποίο έπλεναν τα ρούχα με τη βοήθεια της πλυτόταβλας που στερεώνονταν στα χείλη του μαστέλου πατώντας στις τρεις εξέχουσες λαβές-χερούλια του μαστέλου. Ο μαστέλος ακουμπάει περιφερειακά κάτω σε χοντρό σιδεροστέφανο. Ποικίλει και η χρήση του μαστέλου. Λεξικό του . . . Περισσότερα
ορειχάλκινος, λάτινος Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη