ξαγκλίζω (ξαγγλίζω)
- ξεμπερδεύω τα πρόβεια μαλλιά, που πρόκειται να γίνουν τουλούπα για γνέσιμο.
- ξεμπερδεύω, χτενίζω τα μαλλιά της κεφαλής του ανθρώπου.
φράση: “Εδώ είναι μαλλιά αξάγγλιγα“, δηλ. υποθέσεις μπερδεμένες, πολύπλοκες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξαγκλίζω (ἐξ, ἀγκύλη -ίζω) = ξεμπερδεύω μαλλί, εὐθετῶ κόμην περίπλοκον, ξαίνω ἔριον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξαγγλίζω § κτενίζω τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, ἐξομαλίζω συμπεπλεγμένα μαλλία, ὅπερ καὶ ἄλλως ξένω μαλλιὰ λέγομεν. Π. ἔκατσα νὰ ξανασάνω κ’ εὕρηκα μαλλιᾲ νὰ ξάνω (παροιμ. 16).
Σημ. ἰδ. Ἀξάγγλιαστος.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου