ξαγανάκτησα
Ξαγανάκτησα = συνῆλθα ἀπό ἀγανάκτηση, τελείωσα κι ἀπαλλάχτηκα ἀπό κάτι.
βλ. και ξαγανάχτηση ή ξαγανάχτια (η)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξαγανάκτησα = συνῆλθα ἀπό ἀγανάκτηση, τελείωσα κι ἀπαλλάχτηκα ἀπό κάτι.
βλ. και ξαγανάχτηση ή ξαγανάχτια (η)