ξ(υ)λοκραίνω
παραμιλώ, ομιλώ χωρίς λογική. (ξυλοκραίνω)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξ(υ)λοκραίνω (ἔξαλος-κραίνω) = παραληρῶ, παραμιλῶ, παραλογίζομαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξυλοκκραίνω = παραμιλῶ, παραλογῶ, αὐτός ξυλοκραίνει, αὐτός παραμιλᾶ, δέν ἔχει συναίσθηση αὐτῶν πού λέγει.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ξυλοκρένω § μοιρολογῶ, ἐπὶ ἀσθενοῦς ὅταν ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ ζαλιζόμενος λαλῇ ἀσύνετα.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου