ξαβοηθάω
βοηθώ κάποιον να κατεβάσει το φορτίο που σηκώνει στους ώμους ή στο κεφάλι του, κατεβάζω μόνος μου το φορτίο.
φράσεις: “μου ξαβοήθησε τη βαρέλλα με το νερό που είχα στο κεφάλι μου” – “Έλα να με ξαβοηθήσεις”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξαβοηθάω = βοηθῶ τινὰ ν’ ἀποθέσῃ βάρος ἢ φορτίον, ἀποθέτω τὸ βάρος ἢ τὸ φορτίον ποὺ φέρω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξαβοηθάω = ξεφορτώνομαι, ἀφήνω κάτω τό φορτίο, (λέγεται συνήθως γιά γυναῖκες πού μεταφέρουν φορτίο στό κεφάλι).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής