Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξαβοηθάω

βοηθώ κάποιον να κατεβάσει το φορτίο που σηκώνει στους ώμους ή στο κεφάλι του, κατεβάζω μόνος μου το φορτίο.
φράσεις: “μου ξαβοήθησε τη βαρέλλα με το νερό που είχα στο κεφάλι μου” – “Έλα να με ξαβοηθήσεις”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξαβοηθάω = βοηθῶ τινὰ ν’ ἀποθέσῃ βάρος ἢ φορτίον, ἀποθέτω τὸ βάρος ἢ τὸ φορτίον ποὺ φέρω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ξαβοηθάω = ξεφορτώνομαι, ἀφήνω κάτω τό φορτίο, (λέγεται συνήθως γιά γυναῖκες πού μεταφέρουν φορτίο στό κεφάλι).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.